- μετασπών
- μετασπόμενος, μετασπών: see μεθέπω.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
μετασπῶν — μετασπάω draw over from one side to another pres part act masc voc sg μετασπάω draw over from one side to another pres part act neut nom/voc/acc sg μετασπάω draw over from one side to another pres part act masc nom sg (attic epic ionic) μετασπάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετασπών — μεθέπω pursue aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθέπω — (Α) (μόνο ποιητ., ιδίως επικ.) 1. πηγαίνω πίσω από κάποιον, τόν ακολουθώ από κοντά, πλησιάζω («ποσὶ κραιπνοῑσι μετασπών», Ομ. Ιλ.) 2. (με αιτ.) ακολουθώ κάποιον με τα μάτια μου («ἡνίοχον μέθεπε θρασύν», Ομ. Ιλ.) 3. συνεκδ. ζητώ, αναζητώ κάποιον… … Dictionary of Greek
τήλε — Α επίρρ. 1. μακριά (α. «τῆλε πρὸς δυσμάς», Αισχύλ. β. «θέων δ ἐκίχανεν ἑταίρους ὦκα μάλ , οὔ πω τῆλε, ποσὶ κραιπνοῑσι μετασπών», Ομ. Ιλ.) 2. σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο (α. «τῆλε πάτρας», Πίνδ. β. «τῆλε φίλων καὶ πατρίδος αἴης», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek